νοῦ

νοῦ
νέομαι
go
pres imperat mp 2nd sg (attic)
νέομαι
go
imperf ind mp 2nd sg (attic)
νέω
swim
pres imperat mp 2nd sg (attic)
νέω
swim
imperf ind mp 2nd sg (attic)
νέω 3
heap
pres imperat mp 2nd sg (attic)
νέω 3
heap
imperf ind mp 2nd sg (attic)
νόος
mind
masc voc sg (attic)
νόος
mind
masc gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κάτοπτρον... ἐστ’ οἶνος νοῦ. — См. Вся правда в вине …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπελθόντων τῶν ὀμμάιων τὰ τὴς μνήμης ἄξια ἐκ τοῦ νοῦ ῥάδιως ἐκφεύγει. — См. С глаз долой из памяти вон …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • νους — ο γεν. νου (χωρίς πληθ.) 1. νόηση, διάνοια, διανόηση: Με το νου και με τη γνώση βρήκαν το Θεό καμπόσοι (παροιμ.). 2. πνεύμα, σε αντίθεση με την ύλη: Νους ορά και νους ακούει. 3. άνθρωπος βαθυστόχαστος, διανοητικός: Μέγας νους ο Σωκράτης. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… …   Dictionary of Greek

  • νοερός — ή, ό (ΑΜ νοερός, ά, όν, Α και νοηρός, ά, όν) 1. αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.) 2. αυτός που γίνεται, που συντελείται στο πεδίο τού νου… …   Dictionary of Greek

  • καράνου — καρά̱νου , κάρανον neut gen sg καρά̱νου , κάρανος a chief masc gen sg καρά̱νου , κάρηνον head neut gen sg (doric) καρά̱νου , καρανόω achieve pres imperat act 2nd sg καρά̱νου , καρανόω achieve imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχύνου — συγχύ̱νου , συγχέω pour together pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συγχύ̱νου , συγχύνω confound pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συγχύ̱νου , συγχύνω confound pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συγχύ̱νου , συγχύνω confound… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναβρύνου — ἐναβρύ̱νου , ἐναβρύνομαι pride oneself on pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐνᾱβρύ̱νου , ἐναβρύνομαι pride oneself on imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἐναβρύ̱νου , ἐναβρύνομαι pride oneself on pres imperat mp 2nd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПЛАТОН —    • Plato,          Πλάτων,        1. сын Аристона и Периктионы (или Потоны), из знатного рода, по отцу в родстве с Кодром, со стороны матери с Солоном, родился в Афинах 21 мая 429 г. Т. к. в этот день (7 фаргелиона) праздновался также день… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”